- συντελής
- -ές, Α1. αυτός που πληρώνει από κοινού με άλλον φόρους («αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῑς οὖσαι ἀπέδοσαν», επιγρ.)2. αυτός που πληρώνει φόρο σε κάποιον, που είναι φόρου υποτελής σε κάποιον3. αυτός που συνεργεί σε κάτι4. μτφ. συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι («Πάρις γὰρ οὔτε συντελὴς πόλις ἐξεύχεται τὸ δρᾱμα τοῡ πάθους πλέον», Αισχύλ.)5. φρ. «τὸ παρῳχημένον και συντελὲς τοῡ χρόνου» — το διάστημα εκείνο τού χρόνου που έχει παρέλθει (Απολλ. Δύσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -τελής (< τέλος*), πρβλ. δια-τελής, ὑπο-τελής].
Dictionary of Greek. 2013.